νωθροί

νωθροί
νωθρός
heavy
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático …   Wikipedia Español

  • μελεαί — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι, ἢ νωθροί» …   Dictionary of Greek

  • Μεροβίγγειοι — (Merovingiens). Η πρώτη χρονικά βασιλική δυναστεία της Γαλλίας, η οποία παρέμεινε στην εξουσία της χώρας από τον 5o αι. μ.Χ. έως τα μέσα του 8ου αι. μ.Χ. (752). Οι Μ. αποτελούσαν τους ηγέτες των Σαλίων Γάλλων. Το όνομά τους προέρχεται από κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”